Οι πεποιθΗσεις και τα στερεΟτυπα,
Οι στΑσεις και οι προκαταλΗψεις[1]
Μαγδαληνή Σαριδάκη
Με τον όρο «πεποιθήσεις» εννοούμε τις
βαθιά ριζωμένες πίστεις των ατόμων ή των ομάδων, οι οποίες αφορούν άλλα άτομα ή
ομάδες, γεγονότα και φαινόμενα κοινωνικά, πολιτικά κ.λπ. Παρόλο που είναι
κοινές σε ένα μεγάλο σύνολο ατόμων σε μια κοινωνία, αποτελούν υποκειμενική
γνώση των ατόμων για μια ορισμένη πραγματικότητα, δηλαδή μια σειρά από
υποθέσεις, οι οποίες μπορεί να αποδειχτούν σωστές ή λαθεμένες (Κοινωνιολογία γ΄
Λυκείου 1983: 248).
Τα στερεότυπα, αν και αποτελούν μια
κατηγορία πεποιθήσεων, διαφέρουν από αυτές στο ότι εμφανίζονται πάντα, σε σχέση
με μια συγκεκριμένη πραγματικότητα, ως διαπιστωμένα γεγονότα και όχι ως
υποθέσεις των οποίων η ορθότητα μπορεί να ελεγχθεί (Κοινωνιολογία γ΄ Λυκείου
1983: 245-246). Τα στερεότυπα, όπως και όλες οι συγγενικές με αυτά έννοιες,
έχουν γίνει αντικείμενο μελέτης από πολλές επιστήμες (Κοινωνιολογία, Κοινωνική
Ψυχολογία, Ιστορία, Πολιτικές επιστήμες, Εθνοψυχολογία κ.λπ.), ενώ σε κάθε απόπειρα
ορισμού τους οι ερευνητές είναι εύκολο να παρασυρθούν σε ιδεολογικές και
πολιτικές κατευθύνσεις. Έτσι, για τους λόγους αυτούς, παρατηρείται συχνά
έλλειψη ομοφωνίας, κατά τον προσδιορισμό των εννοιών αυτών (Οικονόμου-Αγοραστού
1992: 17-18).
Κατά τον Moscovici, στερεότυπο «είναι μία κατάσταση
αποκρυστάλλωσης στάσεων και γνωμών με έντονη συναισθηματική και κοινωνική
φόρτιση, που προκαλεί άμεσες απαντήσεις», ενώ για τον Bogardus είναι «μια μη επιστημονική γενίκευση που
κάνουν τα άτομα ή ομάδες σχετικά με άλλα άτομα ή ομάδες, υπάγοντάς τα σε ήδη
διαμορφωμένες κατηγορίες» (Ναυρίδης 1994: 171). Σύμφωνα με τον Αμερικανό
κοινωνιολόγο Lipmann,
το στερεότυπο «περιγράφει αυτές τις ιδέες, τις εικόνες, που είναι έτοιμες μέσα
στο κεφάλι μας και παρεμποδίζουν τη λειτουργία της κρίσης, γιατί υπάρχει μια εκ
των προτέρων διαμορφωμένη κρίση» (Κοινωνιολογία γ΄ Λυκείου 1983: 236).
Τα στερεότυπα δημιουργούνται μέσα από
διαδικασίες πληροφόρησης, οι οποίες μεταδίδουν παράλληλα και αξίες, γι’ αυτό
και τα στερεότυπα έχουν είτε αρνητικό είτε θετικό χαρακτήρα. Η διαμόρφωσή τους
ξεκινά από μικρή ηλικία, γεγονός που ευνοεί την ανθεκτικότητά τους και την τάση
τους να αντιστέκονται στη μεταβολή (Οικονόμου-Αγοραστού 1992: 21). Επιβάλλονται
μέσω της κοινωνικοποίησης από κάθε κοινωνία στα άτομα-μέλη της, με σκοπό να
μετατρέψουν τη συμπεριφορά των ατόμων σε ομοιόμορφη και προβλέψιμη. Ενισχύονται
και ενδυναμώνονται με τη βοήθεια των μηχανισμών αντίληψης, με βάση τους οποίους
τα άτομα αντιλαμβάνονται από την πραγματικότητα ό,τι ταιριάζει με την
προηγούμενη γνώση τους (εκλεκτικός μηχανισμός της αντίληψης), ενώ από την άλλη
μεριά σχηματοποιούν την πραγματικότητα γενικεύοντας ορισμένα χαρακτηριστικά,
προκειμένου να την κατανοήσουν ευκολότερα (συλλεκτικός μηχανισμός της
αντίληψης) (Κοινωνιολογία γ΄ Λυκείου 1983: 237-239).
Τα βασικότερα χαρακτηριστικά των
στερεοτύπων είναι ο απλοποιητικός, ο γενικευτικός και ο αφομοιωτικός χαρακτήρας
τους. Είναι απλοποιητικά γιατί αντιπροσωπεύουν φτωχές και υπεραπλουστευτικές
εικόνες του κόσμου. Γενικευτικά, γιατί προσδίδουν τα ίδια γνωρίσματα σε ένα
σύνολο ατόμων, ομάδων, καταστάσεων κ.λπ. Είναι τέλος αφομοιωτικά, καθώς ο
απλοποιητικός και γενικευτικός τους χαρακτήρας τα κάνει να εσωτερικεύονται
εύκολα (Κοινωνιολογία γ΄ Λυκείου 1983: 244-245). Έχει μάλιστα υποστηριχτεί από
ανθρωπολόγους και ψυχολόγους ότι, σε μικρές ηλικίες, η βασισμένη σε στερεότυπα
σκέψη βοηθάει τα παιδιά στην ένταξή τους σε μια κοινωνική ομάδα και αποτελεί
ένα μηχανισμό άμυνας του ατόμου εναντίον του φόβου της απόρριψής του
(Οικονόμου-Αγοραστού 1992: 22).
Πολλές φορές τα στερεότυπα και οι
πεποιθήσεις αναφέρονται σε κοινωνικές τάξεις, εθνικές ομάδες, επαγγελματικές
κατηγορίες κ.λπ., ή σχετίζονται με το φύλο, την ηλικία, την καταγωγή κ.ά. Στις
περιπτώσεις αυτές συνδέονται με συγκεκριμένους κοινωνικούς ρόλους, στων οποίων
τις προσδοκίες καλούνται να αντεπεξέλθουν τα άτομα, κατά την άσκηση των ρόλων
τους. Έτσι έχουμε π.χ. το στερεότυπο του ρόλου του παιδιού (υπάκουο,
πειθαρχημένο, σοβαρό), το στερεότυπο του δασκάλου (υπεύθυνος, σοβαρός,
μορφωμένος) το στερεότυπο του φοιτητή (ατημέλητος, πολιτικοποιημένος) κ.ο.κ.
Γίνεται φανερό από τα παραπάνω ότι οι
πεποιθήσεις και τα στερεότυπα αποτελούν μέρος της ιδεολογίας μιας κοινωνίας,
ενώ συχνά εξυπηρετούν τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων, με το να δημιουργούν
αξιολογικά σχήματα «ανωτερότητας» ή «υπεροχής» για τα μέλη της και «υποτέλειας»
ή «κατωτερότητας» για τα μέλη των κυριαρχούμενων τάξεων (Κοινωνιολογία γ΄
Λυκείου 1983: 241-244). Ένας ιδεολογικός χώρος, όπου εκφράζονται και
αναπαράγονται τα στερεότυπα είναι και εκείνος της λογοτεχνίας. Οι λογοτέχνες
συχνά κατασκευάζουν απλουστευτικές και γενικευτικές εικόνες κοινωνικών ομάδων,
ανταποκρινόμενοι στα ήδη υπάρχοντα κοινωνικά στερεότυπα και στις προσδοκίες της
πλειονότητας του αναγνωστικού κοινού. Ο αναγνώστης συναντώντας τέτοιου είδους
εικόνες συγκρατεί μόνο εκείνα τα στοιχεία τα οποία εναρμονίζονται με το ήδη
υπάρχον στο μυαλό του μοντέλο. Έτσι αναπαράγεται το στερεότυπο (Αμπατζοπούλου
1998: 163-166). Κάτι παρόμοιο εννοούν και οι στρουκτουραλιστές μαρξιστές, όταν
αναφέρονται στην αναπαραγωγή της ιδεολογίας. Σύμφωνα με αυτούς, η αναπαραγωγή
γίνεται μέσω της «ιδεολογικής έγκλησης», κατά την οποία ο αναγνώστης πείθεται
για τη «ζωντάνια» ενός μυθοπλαστικού προσώπου, αντί να αναλύει στο μυαλό του
τις διεργασίες εκείνες που κάνουν το πρόσωπο αυτό να φαίνεται «ζωντανό» (Το
Ανοιχτό Πανεπιστήμιο 1985: 130).
Οι περισσότεροι ορισμοί της έννοιας των
στάσεων συγκλίνουν σε δύο βασικά σημεία. Το πρώτο είναι το γεγονός ότι η στάση
θεωρείται μια κατάσταση ετοιμότητας του οργανισμού, μια προδιάθεση για να δρα ή
να αντιδρά κανείς με ορισμένο τρόπο (συνήθως θετικό ή αρνητικό), όταν
αντιμετωπίζει ένα συγκεκριμένο ερέθισμα. Το δεύτερο είναι το ότι η στάση
αποτελεί προϋπόθεση ενός φανερού αποτελέσματος, ενώ η αυτή η ίδια παραμένει
σχετικά κρυμμένη. Ενώ δηλαδή δεν είναι συμπεριφορά η ίδια, ταυτίζεται, ωστόσο,
με την κατάσταση και την τοποθέτηση του ατόμου λίγο πριν από τη συμπεριφορά
(Ναυρίδης 1994: 138).
Από όλους τους ορισμούς των στάσεων, ο
πιο περιεκτικός θεωρείται εκείνος του Allport. Κατά τον Allport, στάση είναι μια ψυχονοητική και νευρική
κατάσταση ετοιμότητας, οργανωμένη μέσα από την εμπειρία, που προσδιορίζει και
κατευθύνει τις απαντήσεις του ατόμου προς όλα τα αντικείμενα και τις
καταστάσεις με τα οποία συνδέεται (Ναυρίδης 1994: 138). Πρέπει εδώ να σημειωθεί
ακόμη ότι μια στάση εκδηλώνεται σε συμπεριφορά, μόνο όταν το αντικείμενο, το
πρόσωπο ή η κατάσταση με τα οποία σχετίζεται γίνεται φανερή. Για παράδειγμα, η
αρνητική στάση ενός ατόμου απέναντι σε ένα επάγγελμα θα εκδηλωθεί, μόνο όταν
δει, ακούσει ή έρθει το ίδιο σε οποιαδήποτε επαφή με το συγκεκριμένο επάγγελμα
(Ναυρίδης 1994: 138-139).
Οι στάσεις έχουν κοινωνική διάσταση, και
ως προς τη διαμόρφωσή τους και ως προς τη λειτουργία τους. Είναι επίκτητες και
διαμορφώνονται σε όλη τη διάρκεια της κοινωνικοποίησης του ατόμου, κάτω από την
επιδραση κοινωνικών παραγόντων, π.χ. προσωπική ιστορία του ατόμου, πολιτισμική
και κοινωνική του προέλευση, αξίες, τρόποι διαπαιδαγώγησης κ.λπ. (Κοινωνιολογία
γ΄ Λυκείου 256-258). Επίσης, ως προς τη λειτουργία τους, οι στάσεις
προσδιορίζουν τα όρια μεταξύ διαφορετικών ομάδων, συνενώνοντας στην ίδια ομάδα
άτομα με κοινές στάσεις και απομακρύνοντάς τα από άτομα με διαφορετικές
στάσεις. Παρά όμως την κοινωνική τους διάσταση, οι στάσεις διατηρούν και μία προσωπική
διάσταση, αφού κάθε άτομο έχει ένα ιδιαίτερο, πολύ προσωπικό, τρόπο να
αφομοιώνει και να επεξεργάζεται τις κοινωνικές επιρροές που δέχεται (Ναυρίδης
1994: 139).
Ανάλογα με το πόσο επιφανειακές ή βαθιές
είναι, οι στάσεις χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, σε αυτές που συνδέονται με
πεποιθήσεις ή με γνώμες και αλλάζουν ευκολότερα και σε αυτές που στηρίζονται σε
βασικές αξίες του ατόμου, που συνδέονται με την προσωπικότητά του, είναι
συναισθηματικά φορτισμένες και μεταβάλλονται πολύ δύσκολα ή δεν αλλάζουν καθόλου
(Ναυρίδης 1994: 139-140).
Οι προκαταλήψεις ανήκουν στην κατηγορία
των στάσεων (και όχι στην κατηγορία των πεποιθήσεων όπου ανήκουν τα
στερεότυπα), αλλά αποτελούν ιδιαίτερες στάσεις που εκφράζουν μια δυσμενή
ψυχολογική τοποθέτηση απέναντι σε ένα άτομο, ομάδα ή κατάσταση. Αν ανατρέξει
κανείς σε κείμενα της αρχαιότητας, θα διαπιστώσει ότι η έννοια της προκατάληψης
υπάρχει από πολύ παλιά (Οικονόμου-Αγοραστού 1992: 26). Χαρακτηριστικό
παράδειγμα αποτελεί η αρνητική στάση των αρχαίων Ελλήνων απέναντι σε άλλους
λαούς, τους οποίους αποκαλούσαν «βαρβάρους», δηλαδή απολίτιστους., ωστόσο, η
κοινωνική και η ιστορική διάσταση στη δημιουργία των προκαταλήψεων
επισημαίνεται μόλις το 19ο αιώνα από τον H. Heine, ο οποίος για πρώτη φορά αποδίδει την
ευθύνη για την ύπαρξη προκαταλήψεων όχι στο ίδιο το άτομο (όπως πίστευε ο
Διαφωτισμός) αλλά στο κοινωνικό του περιβάλλον (Οικονόμου-Αγοραστού 1992:
31-32).
Οι Marx και Engels λίγα χρόνια αργότερα δίνουν μια
ιστορική-υλιστική ερμηνεία των προκαταλήψεων, υποστηρίζοντας ότι αυτές
αντικατοπτρίζουν τις υλικές προϋποθέσεις της ιστορικής εξέλιξης και
προπαγανδίζονται και επιβάλλονται από την άρχουσα τάξη για την προάσπιση των
συμφερόντων της (Οικονόμου-Αγοραστού 1992: 32). Από την άλλη μεριά ο Durkheim (1895) ορίζει την προκατάληψη ως μία
κρίση που προηγείται της γνώσης και επιτρέπει να προεξοφλούμε την απάντηση που
μπορεί να δοθεί σε μια κατάσταση, την οποία το υποκείμενο δε γνωρίζει ή τη
γνωρίζει λάθος. Είναι δηλαδή η περίπτωση όπου πιστεύουμε ότι ένα άτομο μπορεί
«να το πάρει στραβά» αυτό που θα του πούμε (Ναυρίδης 1994: 171)
Σύμφωνα με νεότερες κοινωνιοψυχολογικές
θεωρίες, οι προκαταλήψεις, όπως και τα υπόλοιπα ιδεολογικά παράγωγά τους,
σχηματίζονται μέσα από μη συνειδητές ψυχικές διεργασίες. Ειδικότερα
υποστηρίζουν ότι οι ορμές των ατόμων, οι οποίες δεν μπορούν να εκφραστούν από
μία κοινωνικά παραδεκτή συμπεριφορά, προκαλούν στα άτομα μία εσωτερική πίεση, η
οποία εκδηλώνεται προς τα έξω με το να βρεθεί ένα αντικείμενο μίσους (άτομο,
ομάδα, κατάσταση), ένας «αποδιοπομπαίος τράγος», που θα δεχτεί αυτή την
ανάρμοστη συμπεριφορά (Οικονόμου-Αγοραστού 1992: 35).
Ο κατεξοχήν κοινωνικός χαρακτήρας των
στάσεων και των προκαταλήψεων μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι και οι έννοιες
αυτές αποτελούν συστατικά της κυρίαρχης ιδεολογίας. Η λογοτεχνία, ανάλογα με τα
μηνύματα που μεταδίδει, δηλαδή ανάλογα με την ιδεολογική λειτουργία της, μπορεί
να βρίσκεται σε συμφωνία με τις επικρατούσες στάσεις ή προκαταλήψεις της εποχής
της και να τις αναπαράγει, ή να αντιτίθεται προς αυτές και να προτείνει νέες στάσεις
ζωής. Ο ρόλος της είναι σημαντικός, αφού είναι ικανή να μεταβάλλει τις
συγκινησιακές καταστάσεις των αναγνωστών, αλλά ακόμα και πολλές από τις εικόνες
που αυτοί έχουν σχηματίσει για την πραγματικότητα (Κατσίκη Γκίβαλου 1995:
53-54).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αμπατζοπούλου, Φ.
(1993). Το Ολοκαύτωμα στις μαρτυρίες των
Εβραίων. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.
Το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο
(1985). Γλώσσα και Λογοτεχνία. Αθήνα.
Κατσίκη Γκίβαλου, Α.
επιμ. (1994-95). Παιδική Λογοτεχνία. Θεωρία και πράξη, τ. Α΄ και Β΄.
Αθήνα: Καστανιώτης.
Ναυρίδης, Κ. (1994). Κλινική
Κοινωνική Ψυχολογία, Αθήνα: Παπαζήση.
Οικονόμου-Αγοραστού, Ι.
(1992). Εισαγωγή στη Συγκριτική Στερεοτυπολογία των εθνικών χαρακτηριστικών
στη λογοτεχνία. Θεσσαλονίκη: University Studio
Press.
[1]
Απόσπασμα από μεταπτυχιακή εργασία που εκπονήθηκε στον Τομέα Παιδαγωγικής της
Φιλοσοφικής Σχολής με τίτλο: Η εικόνα του εκπαιδευτικού στην ελληνική
πεζογραφία (1930- 1998).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου