Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016

φυσικοποίηση



Fairclough, N. (1995). Critical discourse analysis: Τhe critical study of the language. Australia. Macquarie University

Ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά του κυρίαρχου ιδεολογικο-διαλογικού σχηματισμού (ideological-discoursive formatios IDFs) είναι και η ικανότητά του να «φυσικοποιεί» τις ιδεολογίες, να καταφέρνει δηλαδή να κερδίσει γι' αυτές την αποδοχή τους ως μη ιδεολογικές και τελικά να τις μετατρέπει σε «κοινή λογική» (common sense) (Fairclough, 1995: 27).
 
Αυτήν ακριβώς τη διαδικασία έχει ως στόχο της η κριτική ανάλυση λόγου και επιδιώκει να πετύχει το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή, την «αποφυσικοποίηση» των ιδεολογιών (denaturalization) (Fairclough, 1995: 27), που συνεπάγεται την προσπάθεια να ανιχνευθούν οι τρόποι με τους οποίους οι κοινωνικές δομές καθορίζουν τις ιδιότητες του λόγου και αντίστροφα οι τρόποι με τους οποίους οι ιδιότητες του λόγου καθορίζουν τις κοινωνικές δομές (Fairclough, 1995: 27) και να γίνουν φανερές οι αποφάσεις και οι επιδράσεις του λόγου που παραμένουν χαρακτηριστικά αδιαφανείς στα μάτια των συμμετεχόντων/ -ουσών (Fairclough, 1995: 28). Εξάλλου, η αδιαφάνεια είναι η άλλη πλευρά του νομίσματος της «φυσικοποίησης» (Fairclough, 1995: 36).

Όσον αφορά την «φυσικοποίηση» των ιδεολογιών, αυτή επιτυγχάνεται με την «κανονικότητα» (orderliness) των αλληλεπιδράσεων, που με τη σειρά της βασίζεται στη δεδομένη ήδη «γνώση των κοινωνικών περιστάσεων» (background knowledge) καθώς και στις «φυσικοποιημένες» ιδεολογικές αναπαραστάσεις, που ανήκουν σε συγκεκριμένες τάξεις και περιέχονται στη «γνώση των κοινωνικών περιστάσεων» (Fairclough, 1995: 28).

Στο σημείο αυτό θα αποδεικνυόταν λειτουργικό να αποσαφηνιστούν, όσο το δυνατόν, κάποιοι όροι. Με τον όρο «κανονικότητα», που αναφέρθηκε λίγο παραπάνω, δηλώνεται το αίσθημα των συμμετεχόντων/ -ουσών σ’ αυτήν που μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο διευκρινισμένο ή να συνάγεται από την συμπεριφορά τους κατά την αλληλεπίδραση, ότι τα πράγματα είναι όπως θα έπρεπε, όπως θα περίμενε κανένας να είναι (Fairclough, 1995: 28). Επίσης, ο όρος «ιδεολογικές», που συνοδεύει κυρίως τις αναπαραστάσεις, δηλώνει ότι κάθε μια από αυτές παριστάνει μια πλευρά του κόσμου, φυσικού ή κοινωνικού, όπως είναι, όπως μπορεί να είναι ή τέλος όπως θα έπρεπε να είναι. Οι αναπαραστάσεις αυτές των πλευρών του κόσμου εμφανίζονται διαδοχικά και συνδέονται κάθε φορά με κάποια συγκεκριμένη «κοινωνική βάση» και διαφέρουν στο βαθμό στον οποίο έχουν «φυσικοποιηθεί». Φαίνεται, δηλαδή, να υπάρχει μια διακύμανση στο βαθμό της «φυσικοποίησης» που μπορεί να παρουσιάζει μια πρόταση με περισσότερο «φυσικοποιημένες» και λιγότερο εύκολα εντοπίσιμες εκείνες που γίνονται αποδεκτές από όλα τα μέλη μιας κοινότητας ως «κοινή λογική» και επαληθεύονται από κάποιες «λογικοποιήσεις» (rationalization) που παραπέμπουν για παράδειγμα στην ανθρώπινη φύση (Fairclough, 1995: 31). Ακόμη, θα ήταν χρήσιμο να συμπληρωθεί σ' αυτά που προηγήθηκαν πως όσο επικρατέστερες είναι κάποιες αναπαραστάσεις στις κοινωνικές σχέσεις τόσο μεγαλύτερος είναι και ο βαθμός της «φυσικοποίησης» των πρακτικών που συνδέονται μ' αυτές (τις κοινωνικές σχέσεις) (Fairclough, 1995: 33). Επιπλέον, ο όρος «γνώση» υπονοεί γνωστά ‘γεγονότα’, που έχουν κωδικοποιηθεί σε προτάσεις που φανερά αναφέρονται σ' αυτά. Η «ιδεολογία» όμως, περιέχει, όπως ήδη αναφέρθηκε, την αναπαράσταση του κόσμου από την προοπτική συγκεκριμένων συμφερόντων, έτσι ώστε η σχέση μεταξύ πρότασης και ‘γεγονότος’ να μην είναι φανερή αλλά να συλλαμβάνεται ως μια αντιπροσωπευτική δραστηριότητα. Έτσι, συμπεραίνεται ότι η ιδεολογία δεν μπορεί να περιοριστεί σε «γνώση» χωρίς διαστρέβλωση (Fairclough, 1995: 44). Η ιδεολογία παράγει υποκείμενα τα οποία εμφανίζονται να μην έχουν παραχθεί αλλά να είναι ελεύθερα και υπεύθυνα για τις πράξεις τους (Fairclough, 1995: 44).

Συνεχίζοντας την εξέταση της «προϋπάρχουσας γνώσης» (background knowledge), που οι συμμετέχοντες/ -ουσες χρησιμοποιούν κατά τη διάρκεια των κοινωνικών τους αλληλεπιδράσεων, καλό θα ήταν να διαχωρίσουμε τη «βάση των γνώσεων» (knowledge base) των συμμετεχόντων/ -ουσών σε τέσσερις διαστάσεις: α) γνώση των γλωσσικών κωδίκων, β) γνώση των κανόνων και των αρχών που διέπουν τη λειτουργία της γλώσσας, γ) γνώση της κατάστασης και δ) γνώση του κόσμου, προσθέτοντας πως και οι τέσσερις αυτές διαστάσεις της γνώσης περιέχουν ιδεολογικά στοιχεία (Fairclough, 1995: 33). Σχετικά με την πρώτη από τις διαστάσεις θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο να αναφερθεί πως οι «συνθήκες χρήσης» (conditions of use) του λεξικού επικεντρώνονται σε άγραφες και ανέκφραστες συμβάσεις για τη χρήση συγκεκριμένων λέξεων και εκφράσεων σε συνδυασμό με συγκεκριμένα γεγονότα και συμπεριφορές, που εμφανίζονται λειτουργικά και ως δεδομένα στην παραγωγή και μετάφραση γραπτών κειμένων. Όμως, το ίδιο το λεξικό ως κώδικας είναι μόνο ένα ανάμεσα σε απεριόριστες δυνατές «λεξικοποιήσεις» (lexicalization) καθώς ο καθένας μπορεί να δημιουργήσει μια «αντι- γλώσσα» (anti-language). Οι εναλλακτικές μορφές «λεξικοποιήσεων» προέρχονται από αποκλίνουσες ιδεολογικές τοποθετήσεις και όπως πρωτύτερα οι προτάσεις και οι κοινωνικές πρακτικές, μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο «φυσικοποιημένες». Η διαδικασία της «φυσικοποίησης» της «λεξικοποίησης» συμβαίνει όταν η τελευταία επικρατήσει ως «ουδέτερος κώδικας» (neutral code) (Fairclough, 1995: 34).

Συνοψίζοντας τα όσα μέχρι το σημείο αυτό ειπώθηκαν και τυποποιώντας τους στόχους της κριτικής ανάλυσης λόγου φτάνουμε στα εξής: α) οι ιδεολογίες και ακόλουθα οι ιδεολογικές πρακτικές διαχωρίζονται σ' ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, δηλαδή «φυσικοποιούνται», από τις συγκεκριμένες κοινωνικές βάσεις και τα συμφέροντα, που τις δημιούργησαν, και εμφανίζονται να οφείλονται στη φύση των πραγμάτων ή των ανθρώπων περισσότερο παρά στα συμφέροντα των τάξεων ή άλλων ομάδων, β) τέτοιες «φυσικοποιημένες» ιδεολογίες και πρακτικές γίνονται μέρος της «βάσης της γνώσης» που ενεργοποιείται κατά την αλληλεπίδραση και γ) η «κανονικότητα» των αλληλεπιδράσεων, που αντιμετωπίζονται ως μικρο-γεγονότα, εξαρτάται από μεγαλύτερες κανονικότητες εξαιτίας μιας αποκτημένης γενικής συμφωνίας αναφορικά με τις ιδεολογικές θέσεις και πρακτικές. Καθημερινά με τις πράξεις τους οι άνθρωποι αναπαράγουν τις κοινωνικές δομές, επιβεβαιώνοντας τις θέσεις και τους ρόλους τους εδραιώνοντας και μεταβιβάζοντας τελικά το υπάρχον σύστημα αξιών και γνώσεων (Fairclough, 1995: 35).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου