Εγγραμματοσύνη
δεν είναι απλώς και μόνον η ικανότητα να διαβάζει κανείς και να κατανοεί ένα
κείμενο. Εγγραμματοσύνη είναι η ικανότητα να ελέγχουμε τη ζωή και το περιβάλλον
μας και η ενασχόλησή μας με τα προβλήματά
μας με τρόπο ορθολογικό, δια του
λόγου. Η κριτική εγγραμματοσύνη καθιστά τα άτομα ικανά να συμμετέχουν στην
πολιτιστική, πολιτική και οικονομική ζωή της κοινωνίας τους. Ακόμη περισσότερο,
τους δίνει τη δύναμη να την αλλάξουν. Από την άποψη αυτή το να είσαι
εγγράμματος ισοδυναμεί με το να είσαι πολιτικά χειραφετημένος, με την ευρύτερη
και ουσιαστικότερη έννοια του όρου.
1.
Η εγγραμματοσύνη προϋποθέτει την ικανότητα χειρισμού του έντυπου λόγου στην
κοινωνία μας, για την εξυπηρέτηση των καθημερινών μας αναγκών. Αυτή δεν είναι η
ύψιστη επιδίωξη της εγγραμματοσύνης, αλλά το εκ των ων ουκ άνευ. Και πάντως,
δεν υπάρχει τίποτε δυσκολότερο και πιο άχαρο από το να επιχειρήσει κανείς να
δικαιολογήσει, ακόμη και στις μέρες μας, τον αρκετά μεγάλο αριθμό ατόμων που
δεν είναι σε θέση να χειρίζονται με άνεση τον έντυπο λόγο.
2.
Οι μαθητές πρέπει να είναι σε θέση να αντεπεξέρχονται στις αναγνωστικές
απαιτήσεις που έχει από αυτούς η εκπαιδευτική διαδικασία. Πολύ συχνά τα παιδιά
αποκλείονται από ενδιαφέρουσες δραστηριότητες επειδή δεν είναι σε θέση να
διαβάζουν με επάρκεια. Είναι λυπηρό ότι η ανάγνωση ως διαδικασία και προσέγγιση
είναι τόσο παραμελημένη στην ελληνική εκπαίδευση και, πάντως, συνδέεται σχεδόν
αποκλειστικά με την ανάγνωση σχολικών βιβλίων και σπανίως αυθεντικών.
3.
Η κριτική εγγραμματοσύνη αναγνωρίζει ότι οι αναγνώστες ενεργοποιούν
διαφορετικές στρατηγικές ανάγνωσης, ανάλογα με τη φύση και το σκοπό του
κειμένου που διαβάζουν. Αυτό είναι σύμφυτο με τις απαιτήσεις που έχει το
εκπαιδευτικό σύστημα από τους μαθητές, αλλά δεν είναι μία επίγνωση που
αποκτάται με μαγικό τρόπο. Από πολύ μικρή ηλικία οι μαθητές πρέπει να
εκτίθενται σε ένα εύρος αναγνωστικών εμπειριών και δραστηριοτήτων. Όπου μάλιστα
απαιτούνται ιδιαίτερες αναγνωστικές ικανότητες και όταν μία αυστηρά δομημένη
πρακτική θα βοηθούσε στην ανάπτυξη αυτών των πρακτικών, η εργασία αυτή πρέπει
να αναλαμβάνεται από την πλευρά του σχολείου μεθοδικά και όχι ευκαιριακά, όπως
τώρα.
4.
Οι αναγνώστες θα πρέπει να γνωρίζουν, σε κάποιο βαθμό, τη διαδικασία μέσω της
οποίας παράγεται νόημα από τον έντυπο λόγο. Παρά ταύτα, μέχρι στιγμής αυτό
αποτελεί γνώση για πολύ λίγους και ειδικούς, θεωρητικούς στο χώρο των θεωριών
της λογοτεχνίας. Βιβλία όπως αυτό της «Γραμματικής της Φαντασίας» του Τζιάνι
Ροντάρι βοηθούν τους μαθητές να δουν πώς μπορούν να εμπλακούν σε ευχάριστες
δραστηριότητες στη σφαίρα της λογοτεχνίας, οι οποίες ταυτοχρόνως απομυθοποιούν
τη διαδικασία παραγωγής νοήματος.
5.
Τα κείμενα επιδιώκουν να έχουν αποτελέσματα στους αναγνώστες τους. Η κριτική
εγγραμματοσύνη θα έπρεπε να σχετίζεται με την ικανότητα να αντιλαμβάνεται
κανείς πώς λειτουργεί αυτή η ρητορική.
6.
Οι μαθητές πρέπει να αποκτήσουν επίγνωση του γεγονότος ότι ο έντυπος λόγος
είναι φορέας αξιών. Αυτές οι αξίες σχετίζονται με ευρύτερες ιδεολογικές δομές.
Η κριτική εγγραμματοσύνη προϋποθέτει την ύπαρξη εμπιστοσύνης στον εαυτό μας να
διερευνούμε αυτές τις αξίες.
7.
Κάθε άνθρωπος έχει μία προσωπική ιστορία ως αναγνώστης. Μέρος της διαδικασίας
της κριτικής εγγραμματοσύνης είναι η επίγνωση αυτής της ιστορίας. Οι μαθητές
πρέπει να δουν αυτήν την ιστορία να αποτιμάται θετικά αναλύοντάς την γραπτά και
προφορικά. Η ιστορία ενός αναγνώστη δεν είναι απλώς και μόνον ο κατάλογος αυτών
που έχει διαβάσει και πότε τα έχει διαβάσει. αντίθετα, είναι ένα σύνθετο πλέγμα εμπειριών
που συνθέτουν την αναγνωστική του μνήμη. Συμπεριλαμβάνει πού διαβάσαμε όσα
διαβάσαμε, κάτω από ποιες συνθήκες, με ποιόν, πώς ανταποκρίθηκαν οι άλλοι,
κ.ο.κ.
8.
Η ανάγνωση είναι, δυνάμει, πηγή απόλαυσης. Η φύση αυτής της απόλαυσης
ποικίλλει. Είναι πολύ σημαντικό, το εκπαιδευτικό σύστημα να θέτει σε
προτεραιότητα το σκοπό της απόλαυσης για την ανάγνωση. Προς το παρόν, πολύ
λίγος χρόνος καταναλίσκεται στην ανάγνωση για απόλαυση, ειδικά στη
Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Αυτό δεν είναι το αποκλειστικό καθήκον των φιλολόγων
μέσω των φιλολογικών μαθημάτων. Θα έπρεπε ολόκληρο το πρόγραμμα, μέσω
διαφορετικών μαθημάτων, να παρουσιάζει την ανάγνωση ως δυνητική πηγή
απόλαυσης.
9.
Οι μαθητές πρέπει να ενθαρρύνονται να είναι ριψοκίνδυνοι στα διαβάσματά τους,
τόσο ως προς το τι διαβάζουν όσο και ως προς πώς το διαβάζουν. Αυτό συνιστά
πρόκληση στις στενές αντιλήψεις μας για την καταλληλότητα (τι ταιριάζει σε
ποιόν). Θα πρέπει να κάνουμε λιγότερες υποθέσεις για το τι πραγματικά
ενδιαφέρει μαθητές μας διαφόρων ηλικιών και διαφορετικού πολιτιστικού
υπόβαθρου. Οι μαθητές, μέσω των διαβασμάτων τους, θα έπρεπε να ενθαρρύνονται να
αναπτύξουν αυτήν την αίσθηση ότι γεμίζουν τις «πολιτιστικές τους αποσκευές»,
διευρύνουν τον πολιτιστικό τους ορίζοντα. Τα σχολεία θα έπρεπε να αναπτύξουν
στους μαθητές την αίσθηση ότι χρέος έχουν να αψηφούν τα πολιτιστικά σύνορα,
πράγμα που θα τους επιτρέψει να αποκτήσουν τη δύναμη της επιλογής του τι
διαβάζουν, βλέπουν, γράφουν, ακούν ή, γενικότερα, παράγουν. Η επιλογή να μην
διαβάσεις Σεφέρη ή Σαχτούρη επειδή δεν ευχαριστιέσαι το έργο τους είναι
πραγματική επιλογή, η επιλογή να μην τους διαβάσεις επειδή πιστεύεις ότι είναι
για κάποιους ανώτερους ή πιό καλλιεργημένους από σένα δεν συνιστά επιλογή. είναι πολιτιστική τρομοκρατία.
10.
Η κριτική εγγραμματοσύνη θα έπρεπε να εμπεριέχει τη δυνατότητα επιλογής αυτού
που διαβάζουμε. Πολύ συχνά, το
εκπαιδευτικό σύστημα δίνει στους μαθητές πολύ λίγες ή και καθόλου δυνατότητες
να επιλέξουν αυτά που θα διαβάσουν (έλλειψη βιβλιοθηκών, συγκεντρωτικό σύστημα,
αυταρχικό σχολείο...). Πώς θα περίμενε κανείς μετά στη ζωή τους ως ενήλικες οι
μαθητές να είναι σε θέση να επιλέγουν, άρα και να κλείνουν ένα βιβλίο ή ένα
τηλεοπτικό πρόγραμμα;
11.
Είναι σημαντικό οι αναγνώστες να σέβονται αυτά που προσκομίζουν στη διαδικασία
της ανάγνωσης, όσον αφορά στη γλώσσα, την κουλτούρα, τη διανόηση και τις αξίες
τους. Χρειάζονται να τους δοθεί η ευκαιρία να στοχαστούν και να ελέγξουν τις
δικές τους πηγές σε σχέση με αυτές του κειμένου.
12.
Επιπροσθέτως, οι αναγνώστες χρειάζεται να συνδέουν τις αξίες και τις εμπειρίες
τους με αυτά που διαβάζουν. Η λογοτεχνία πρέπει να υπάρχει σε αφθονία στο
σχολείο, (πραγματική, σημερινή...). Ακόμη, είναι απαραίτητο να διδάσκονται και
λογοτεχνικά κείμενα τα οποία διευρύνουν τις εμπειρίες και την κουλτούρα των
μαθητών μας και που, ταυτοχρόνως, συνιστούν πρόκληση στις αξίες τους.
13.
Η εμπειρία της ανάγνωσης στο σχολείο οφείλει να βοηθήσει τους μαθητές να
αποκτήσουν επίγνωση της ιδιαιτερότητας της συγκεκριμένης αυτής ανάγνωσης,
δηλαδή της ανάγνωσης των εντύπων. Οφείλει επίσης να τους βοηθήσει να
αντιληφθούν ότι αυτή η διαδικασία
νοηματοδότησης έχει πολλά κοινά με άλλες μορφές πολιτιστικών προϊόντων.
14.
Η κριτική εγγραμματοσύνη εμπεριέχει όλα
τα γλωσσικά επίπεδα και συνεπώς δεν μπορεί να αποχωριστεί από καμία
γλωσσική δραστηριότητα. Οι μαθητές πρέπει να συμμετέχουν σε δραστηριότητες που
τους ενθαρρύνουν να δουν τους εαυτούς τους ως παραγωγούς κειμένων τα οποία θα
αναγνωσθούν από αυτούς και από άλλους. Η γραφή και η ανάγνωση συνιστούν ένα
αδιάσπαστο σύνολο. Ο αναγνώστης ξαναγράφει το κείμενο που διαβάζει και ο
συγγραφέας διαρκώς διαβάζει και ξαναδιαβάζει το κείμενο που συνθέτει/συγγράφει.
Αυτό μπορεί να γίνει σαφές στον τρόπο με τον οποίο ζητούμε από τα παιδιά να
εμπλακούν σε δραστηριότητες που συνδέονται με τη γραφή και την ανάγνωση. Οι
συζητήσεις για τις αναγνώσεις μας, για κείμενα και γενικότερα για την εμπειρία
της ανάγνωσης θα έπρεπε να είναι πολύ συχνότερες στο σχολείο απ’ όσο είναι
σήμερα και στις συζητήσεις αυτές θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνονται ως κείμενα
προς ανάγνωσιν και τα κείμενα που έχουν παραχθεί από τους μαθητές-συγγραφείς,
ως νόμιμα και ισάξια με τα υπόλοιπα, αντικείμενα σοβαρής συζήτησης.
15.
Τελικά, τα σχολεία πρέπει να επιδιώκουν να εμφυσήσουν στους μαθητές μία αίσθηση
δύναμης και ελέγχου της διαδικασίας της ανάγνωσης. Θα έπρεπε να παράγουμε
αναγνώστες που όχι μόνον αντιλαμβάνονται την δυνατότητα απόλαυσης που μπορεί να
προκύψει από το διάβασμα αλλά που είναι επίσης σε θέση να αντιληφθούν την
ανάγνωση ως δύναμη. Η κριτική
εγγραμματοσύνη δεν είναι ένα τέρμα στο οποίο φθάνει κανείς και μετά «πάει
τέλειωσε». Είναι μία διαδικασία κατά την οποία οι ανθρώπινες υπάρξεις μπορούν
να αυξήσουν απεριόριστα τις κριτικές και δημιουργικές τους ικανότητες ή μπορούν
απλώς να είναι παθητικοί καταναλωτές των προϊόντων κάποιων τρίτων. Εμάς σαφώς
μας αφορά η διαπαιδαγώγηση κριτικά σκεπτόμενων ανθρώπων χρησιμοποιώντας την
κριτική εγγραμματοσύνη ως ένα μέσο όχι μόνον για μία πλουσιότερη και πληρέστερη
ζωή για τον καθένα χωριστά αλλά και για την κοινωνική ανάπτυξη και τη διεύρυνση
της δημοκρατίας.
Ελένη Χοντολίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου